- σκούτλα
- ἡ, Α1. ρόμβος2. ψηφιδωτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutula «ρόμβος, ψηφίδα», υποκορ. τού scutra «πίνακας» (πρβλ. σκότουλα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκούτλης — σκούτλα lozenge fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκουτλάριος — (I) ὁ, Α κατασκευαστής ψηφιδωτών ή χρωματιστών ψηφίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutularius (< λατ. scutula), βλ. λ. σκούτλα]. (II) ὁ, Α ειδικότητα των ξιφομάχων ή κατηγορία ένθερμων οπαδών τών ξιφομάχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutula «σκυτάλη» (βλ. λ … Dictionary of Greek
σκουτλώ — όω, Α [σκούτλα] διακοσμώ με χρωματιστές ψηφίδες, κάνω ψηφιδωτό («λίθῳ ποικίλῳ στοὰν σκουτλῶσαι», επιγρ.) … Dictionary of Greek
σκουτουλάτος — ον, Α (για ρούχα) διακοσμημένος σαν ψηφιδωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scutulatus < scutula «ρόμβος, ψηφίδα» (πρβλ. σκούτλα)] … Dictionary of Greek